νιτροπαράγωγα

νιτροπαράγωγα
τα
χημ. ονομασία τών ενώσεων που περιέχουν τη μονοσθενή ρίζα -ΝΟ3, αλλ. νιτροενώσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • νιτρ(ο)- — χημ. α συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι… …   Dictionary of Greek

  • νιτροενώσεις — οι τα νιτροπαράγωγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + ενώσεις. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νιτροπαραφίνες — οι χημ. συνοπτική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων, νιτροπαράγωγα τών αλκανίων, δηλαδή τών παραφινών, αλλ. νιτροαλκάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitroparaffines < νιτρ(ο) * + παραφίνη] …   Dictionary of Greek

  • νιτροπροπάνια — τα χημ. ονομασία δύο αζωτούχων οργανικών ενώσεων, ισομερών μεταξύ τους, που είναι νιτροπαράγωγα τού προπανίου …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”